- σκληραγωγημένος
- η , ο закалённый (перен. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάκοψος — η, ο 1. αυτός που ψήνεται δύσκολα 2. μτφ. σκληραγωγημένος, σκληρός («εμείς οι παλιοκλέφτες έχουμε σάρκα κάκοψη», Βαλαωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + ἕψω «ψήνω»] … Dictionary of Greek
σκληροδίαιτος — ον, Α αυτός που διάγει βίο τραχύ, που κάνει σκληρή ζωή, ο εθισμένος στην κακοπάθεια και στις κακουχίες, σκληραγωγημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο δίαιτος] … Dictionary of Greek
σκληροκόκαλος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει σκληρά κόκαλα, γερό κόκαλο, σκληραγωγημένος, δυνατός … Dictionary of Greek
σκληροτράχηλος — η, ο / σκληροτράχηλος, ον, ΝΜΑ 1. ισχυρογνώμονας, πείσμονας, ξεροκέφαλος νεοελλ. μτφ. α) άκαμπτος, ανυποχώρητος («σκληροτράχηλος αντίπαλος») β) ανθεκτικός στις κακουχίες, σκληραγωγημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + τράχηλος] … Dictionary of Greek
σκληρόπετσος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει σκληρό δέρμα 2. (κυρίως μτφ.) α) αυτός που διακρίνεται για τα σκληρά του αισθήματα, άσπλαχνος, ανάλγητος β) σκληραγωγημένος, ανθεκτικός στις κακουχίες και στον σωματικό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + πέτσα (πρβλ. χοντρό… … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
σπαρτιατικός — ή, ό / σπαρτιατικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σπαρτιάτικος, η, ο, Ν [Σπαρτιάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σπάρτη ή στους Σπαρτιάτες (α. «σπαρτιατική νομοθεσία» β. «ἐν τοῑς Σπαρτιατικοῑς λόγοις... δεδήλωται», Παυσ.) νεοελλ. 1. σκληραγωγημένος 2.… … Dictionary of Greek
σκληραγωγούμαι — σκληραγωγούμαι, σκληραγωγήθηκα, σκληραγωγημένος βλ. πίν. 74 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκληραγωγώ — σκληραγώγησα, σκληραγωγήθηκα, σκληραγωγημένος, ανατρέφω κάποιον αυστηρά έτσι ώστε να συνηθίσει στις κακουχίες: Σκληραγώγησε από μικρά τα παιδιά του και έτσι αντέχουν στο κρύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκληροκόκαλος — η, ο δυνατός, σκληραγωγημένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)